σωκάρδι

σωκάρδι
το жилет

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σωκάρδι" в других словарях:

  • σωκάρδι — το / σωκάρδιον, ΝΜ κοντό εσωτερικό ένδυμα χωρίς μανίκια, γιλέκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσωκάρδιο (< ἔσω + καρδία) με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε ] …   Dictionary of Greek

  • εσωκάρδιο — και σωκάρδι, το 1. γιλέκο 2. εσωτερικό στηθαίο ένδυμα τών γυναικών, καμιζόλα, μπούστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + κάρδιο < καρδιά (πρβλ. μυο κάρδιο)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»